ἄστατος

ἄστατος
ἄστᾰτος, ον, ([etym.] ἵσταμαι)
A never standing still, unresting,

τὸ κύκλῳ σῶμα Arist.Metaph.1073a31

;

ἄ. τροχός Mesom.Nem.7

. Adv.

-τως, φορεῖθαι Ph.1.181

, cf. Vett.Val.27.1.
2 unsteady, unstable,

τύχη Epicur.Ep.3p.65U.

, cf. Phld.Rh.1.166S. ([comp] Sup.), Ph.1.230, al., Diog.Oen.18, Diogenian.Epicur.2.60, Plu.2.103f; of persons,

ἄ. τὴν διάνοιαν Onos.3.3

;

ἄ. αἰών IG7.2543

;

θνητῶν βίος Epigr.Gr.699

, cf. Ph.1.651; of a house, ruinous, PLond.ined.2194.
3 uncertain,

θεωρία Plb.6.57.2

.
4 [voice] Act., making it impossible to stand, πόνος, πάθος, Luc.Ocyp.36,71.
II unweighed, IG1.32B25, al., Nic.Th.602.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄστατος — never standing still masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστατος — η, ο (AM ἄστατος, ον) [ίστημι] 1. αυτός που διαρκώς κινείται 2. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα («ἄστατος καιρός, χαρακτήρας τύχη», «τὸ τῆς τύχης ἄστατον») αρχ. 1. ο ασαφής («ἄστατος θεωρία») 2. εκείνος που εμποδίζει κάποιον να σταθεί όρθιος… …   Dictionary of Greek

  • άστατος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι σταθερός, αυτός που εύκολα αλλάζει: Ο καιρός το φετινό καλοκαίρι ήταν άστατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄστατον — ἄστατος never standing still masc/fem acc sg ἄστατος never standing still neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστάτου — ἄστατος never standing still masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστάτῳ — ἄστατος never standing still masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστατα — ἄστατος never standing still neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστατε — ἄστατος never standing still masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • List of chemical element name etymologies — This is the list of etymologies for all chemical element names: Name Symbol Language of origin Word of origin Meaning Symbol origin Description Actinium Ac Greek ἀκτίς (aktis) beam Greek aktinos ἀκτίς, ἀκτῖνος (aktis; aktinos), meaning beam (ray) …   Wikipedia

  • ακατάστατος — η, ο (Α ἀκατάστατος, ον) 1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν είναι σταθερός, ο άστατος «ακατάστατος καιρός», «ἀκατάστατον πνεῡμα» (Δημοσθ. 383.7) «ἀκατάστατος πολιτεία» (Δίον. Αλ. 6, 74) 2. αυτός που δεν αφήνει ή δεν έχει αφήσει ακόμη ίζημα …   Dictionary of Greek

  • συναστατώ — έω, Μ είμαι άστατος ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀστατῶ «δεν είμαι σταθερός, κινούμαι συνεχώς» (< ἄστατος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”